- αρνησίπατρις
- (-ιδος) ο , η тот, кто отказался от родины, антипатриот; предатель родины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρνησίπατρις — ( ιδος), ο, η αυτός που απαρνείται την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πατρίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek